μαυροτσούκαλο

μαυροτσούκαλο
τό
1) закопчённый горшок; 2) см. μαυροτήγανο 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μαυροτσούκαλο" в других словарях:

  • μαυροτσούκαλο — το 1. τσουκάλι που μαύρισε από τη φωτιά. 2. μτφ., άνθρωπος με πολύ σκούρο δέρμα ή μαυρισμένος από τον ήλιο: Έγινε μαυροτσούκαλο από τον ήλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαυροτσούκαλο — το 1. πήλινη χύτρα που είναι μαύρη από τον καπνό 2. μτφ. πολύ μελαχρινός άνθρωπος, μελαψός, ή πολύ μαυρισμένος από τον ήλιο …   Dictionary of Greek

  • μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»